- οργιοφάντης
- ὀργιοφάντης, ὁ (Α)αυτός που μυεί τους άλλους στα όργια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργια + -φάντης (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ιερο-φάντης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀργιοφάντης — priest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιοφάνται — ὀργιοφάντης priest masc nom/voc pl ὀργιοφάντᾱͅ , ὀργιοφάντης priest masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιοφάνταις — ὀργιοφάντης priest masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιοφάντας — ὀργιοφάντᾱς , ὀργιοφάντης priest masc acc pl ὀργιοφάντᾱς , ὀργιοφάντης priest masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσιφάντης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + φάντης (< φαίνω), πρβλ. ἱερο φάντης] … Dictionary of Greek